- συσκευαστής
- [сискэвастис] ουσ. а. упаковщик,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συσκευαστής — factionarius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκευαστής — ο ΝΜΑ και θηλ. συσκευάστρια Ν [συσκευάζω] νεοελλ. ο ειδικός στη συσκευασία πραγμάτων μσν. δολοπλόκος, μηχανορράφος μσν. αρχ. αυτός που ετοιμάζει κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συσκευασταί — συσκευαστής factionarius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσκευαστήν — συσκευαστής factionarius masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπαλαδόρος — ο 1. πολύ καλός ποδοσφαιριστής 2. συσκευαστής δεμάτων χόρτου βαμβακιού, αχύρου κ.λπ. 3. χωματουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάλα + κατάλ. δόρος (πρβλ. πλακα δόρος)] … Dictionary of Greek
σκευαστής — ὁ, ΜΑ [σκευάζω] 1. συσκευαστής 2. παρασκευαστής («σκευασταὶ φαρμάκων», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek